Αυτή είναι η γιαγιά της Καποδιστρίου. Η μαυροντυμένη Μαρία. Η γυναίκα που προσπερνάς κάθε φορά βιαστικά αφηγείται την ιστορία της. Το ρεπορτάζ του lamianow.gr που δημοσιεύθηκε πριν από λίγες μέρες είναι συγκλονιστικό
Το ρεπορτάζ είναι αυτό που λέμε γροθιά στο στομάχι… Δημοσιεύθηκε πριν από λίγες μέρες στο lamianow.gr από την Λίλιαν Χαχοπούλου και αξίζει να διαβαστεί από όλους.
Το παραθέτουμε αυτούσιο:
«Οδός Καποδιστρίου. Μπροστά στην τράπεζα και τους βιαστικούς ανθρώπους που τρέχουν να προλάβουν τις δουλειές τους, μια γιαγιά καθισμένη για ώρες στο σκαμνάκι της. Μαυροντυμένη. Με ένα πρόσωπο χαρακωμένο από τις ρυτίδες. Δείχνει μεγαλύτερη από την ηλικία της. Είναι 75 χρονών. Είναι η γιαγιά Μαρία που στήνει σχεδόν κάθε μέρα τον “πάγκο” με τη λιγοστή πραμάτεια της. Μερικά ματσάκια χαμομήλι, μια βρασιά άγρια χόρτα, τρεις χεριές μπιζέλια, δυο μαρουλάκια και μια μικρή σακούλα φρεσκοτριμένη ρίγανη. Αυτό όλο και όλο το εμπόρευμα. Την ώρα που την πλησιάζω, δίνει οδηγίες σε μια κυρία πως να καλομαγειρέψει τα χόρτα της…
Μέρες τώρα, φτάνοντας στο στέκι της, κοιτάζω να δω αν είναι εκεί. Μετά τις γιαγιάδες με τα τερλίκια και τις ζοχιές, που κατέληξαν σεσημασμένες και με τσακισμένη την αξιοπρέπεια τους, κατηγορούμενες για τις ελληνικές αρχές και υπόλογες στην ελληνική δικαιοσύνη, έχω την έγνοια της. Και εκείνη ξέρει ότι μπορεί να έχει την ίδια τύχη. Άραγε τι είναι αυτό που είναι πιο δυνατό από το φόβο των αρχών και παραμένει εκεί, μπροστά στο ιδιότυπο “μαγαζάκι” της;
Ο θάνατος κορίτσι μου. Ο θάνατος…
«Αν σου πω την ιστορία μου θα δακρύσεις και δεν το θέλω. Κοίτα να χαμογελάς και να χαίρεσαι κάθε στιγμή με τους δικούς σου ανθρώπους. Είναι σπουδαίο να τους έχεις. Έρχομαι εδώ γιατί δεν με χωράει το σπίτι μου. Όπου και να κοιτάξεις βλέπεις φωτογραφίες πεθαμένων. Είναι τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Όλα στα χώμα», μου λέει. Και κάπως έτσι, ξεκινάει η ιστορία της.
Το άγριο πρόσωπο της μοίρας
Η γιαγιά Μαρία γυρίζει το χρόνο πίσω. Θυμάται τον πρώτο της γιο. Μόλις 16 χρονών τότε. Ένας λεβέντης με θέληση για ζωή, με όνειρα. Όνειρα που κόπηκαν βίαια όταν το παιδί καταπλακώθηκε από τρακτέρ στις Βαρδάτες.
«Ράγισε η καρδιά μου. Ξέρεις τι είναι για μια μάνα να θάβει το παιδί της; Ποτέ να μην το μάθεις». Τα χρόνια περνούν. Η καρδιά της γιαγιάς Μαρίας όχι μόνο δεν ξανακολά αλλά σπάει σε χίλια κομμάτια όταν ο βίαιος θάνατος της ξαναχτυπά την πόρτα. Παραμονή της πρωτομαγιάς του 1999. Στα Καμένα Βούρλα η τροχαία σταματά για έλεγχο ένα βυτιοφόρο που μεταφέρει προπάνιο. Οι άνδρες της τροχαίας δεν φαντάζονται τι πρόκειται να ακολουθήσει. Στα επόμενα λεπτά, ένα βανάκι πέφτει πάνω στο βυτιοφόρο. Παίρνει φωτιά. Ακολουθεί έκρηξη. Σαν να σκάει βόμβα. Πέντε νεκροί. Ο ένας είναι ο γιος της γιαγιάς Μαρίας. Ο Κώστας. Επάγγελμα οδηγός. Ετών 42. Αφήνει πίσω του ένα αγοράκι μόλις εννέα ετών. Τον Γιώργο.
«Έλιωσαν τα πάντα. Δεν βρήκαμε τίποτα», λέει η γιαγιά Μαρία. Και η τραγωδία δεν έχει τέλος…
Της ξαναχτυπά την πόρτα το Δεκέμβρη του 2017, όταν ο γιος του Κώστα, ο Γιώργος, 27 χρονών πλέον, στρατιωτικός, κάνει βόλτα με την καινούρια του μηχανή. Λίγο έξω από τη Λαμία, ο οδηγός ενός ΙΧ επιχειρεί αναστροφή. Ο Γιώργος δεν προλαβαίνει να αντιδράσει. “Καρφώνεται” με τη μηχανή του στο αυτοκίνητο και εκεί κόβεται το νήμα της ζωής τους. Η γιαγιά Μαρία, δεν αντέχει άλλο. Λίγες μέρες μετά την κηδεία του εγγονού της, πηγαίνει να του ανάψει το καντήλι και εκεί πάνω στο μνήμα του, τη βρίσκουν μισοπεθαμένη. Έχει πιει φυτοφάρμακο για να δώσει τέλος στη ζωή της. Και στο μαρτύριο…
Οι γιατροί την κρατάνε στη ζωή. Μα η ζωή παραμένει σκληρή μαζί της. Χάνει μια εγγονή και πάλι σε τροχαίο και πρόσφατα τον άντρα της κόρης της.
«Θα λείψω λίγο. Την Τρίτη, μετά το μνημόσυνο του γαμπρού μου θα ξανάρθω εδώ στο δρόμο, θα έχω κόψει χαμομήλι, να έρθεις να πάρεις” λέει η γιαγιά Μαρία, “πάρε και λίγα χόρτα που μάζεψα, δεν θέλω λεφτά. Να βγαίνω έξω από το σπίτι θέλω, να μην πεθαίνω και ξαναπεθαίνω κάθε φορά που το μάτι μου πέφτει στους τοίχους που είναι γεμάτοι από τις φωτογραφίες των παιδιών μου και των εγγονιών μου».
Αυτή είναι η γιαγιά της Καποδιστρίου. Η μαυροντυμένη Μαρία. Η γυναίκα που προσπερνάς κάθε φορά βιαστικά. Και αν για το κράτος είναι “παρεμπόριο” για τον Μπρεχτ είναι η «Μάνα κουράγιο» και για μας, η «Γιαγιά κουράγιο».