Ν. Μπλάνης (Αντιστράτηγος ΕΛ.ΑΣ.): Το γνήσιο υπογραφής, οι προκαταλήψεις και το «καβάλημα του καλαμιού»

Με αφορμή τη «δίωξη» των αστυνομικών του Α.Τ. Ομόνοιας, ύστερα από καταγγελία εκδότη-δημοσιογράφου, τυγχάνει χρήσιμο να διευκρινιστούν τα ακόλουθα δεδομένα. Ως γνωστόν, σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 11 ν. 2690/1999) η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του ενδιαφερομένου γίνεται από οποιαδήποτε διοικητική αρχή ή τα Κ.Ε.Π, βάσει του δελτίου ταυτότητος ή των αντίστοιχων εγγράφων. Οι Υπηρεσίες της Αστυνομίας μπορούν να βεβαιώνουν το ιδιόχειρο της υπογραφής των πολιτών επάνω σε έγγραφα, τα οποία υπογράφουν ενώπιον του αρμοδίου οργάνου (άρθρο 24 π.δ. 75/1987).

Η υπογραφή τίθεται από τον ενδιαφερόμενο πάνω σε έγγραφο περιέχον πλήρη δήλωση βούλησης που δεν αντίκειται στο νόμο και τα χρηστά ήθη. Κατά τον παραδοσιακό ορισμό, έγγραφα, είναι παντός είδους κείμενα, διατυπωμένα ή αποτυπωμένα δια της γραφής, δακτυλογραφήσεως, εκτυπώσεως κλπ. Έγγραφο είναι γραπτό δυνάμενο να έχει νομική σημασία, αποτελεί δηλαδή ανθρώπινη σκέψη, νοητή τουλάχιστον στους ενδιαφερόμενους και πρόσφορη να χρησιμεύσει ως βάση για ενάσκηση δικαιώματος. Έγγραφο, βεβαίως, δεν θεωρείται το λευκό χαρτί, ούτε και το έντυπο δήλωσης, βεβαίωσης εξουσιοδότησης κ.λ.π., στο οποίο έχουν συμπληρωθεί μόνο οι ενδείξεις των στοιχείων ταυτότητας του ενδιαφερόμενου, χωρίς να περιλαμβάνεται και η δήλωση της βούλησης αυτού ή άλλο στοιχείο προορισμένο ή πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία. Κατά συνέπεια η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής «εν λευκώ», δηλαδή σε λευκό χαρτί ή σε έντυπα υπευθύνων δηλώσεων, βεβαιώσεων, εξουσιοδοτήσεων, αιτήσεων κ.λ.π., επί των οποίων δεν έχει συμπληρωθεί το περιεχόμενο της δήλωσης ή βεβαίωσης του ενδιαφερόμενου, δεν επιτρέπεται.

Εξάλλου κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 211 του Α.Κ., η παρεχόμενη στον εξουσιοδοτούμενο εξουσία αντιπροσώπευσης, πρέπει να αφορά πράξη που είναι δεκτική αντιπροσώπευσης και να μην αφορά πράξεις, οι οποίες λόγω της φύσης τους ή από το νόμο είναι ανεπίδεκτοι αντιπροσώπευσης. Αυτός ο τρόπος ενέργειας εντάσσεται και στα γενικότερα πλαίσια της αποστολής της Αστυνομίας, μπορεί δηλαδή να αποτρέψει ενέργειες αθέμιτες, παράνομες ή αντίθετες προς τα χρηστά ήθη, όπως γίνεται δεκτό και με τη 1538 από 20-10-1992 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου του Υ.Δ.Τ. Ειδικά, η παράλειψη προσδιορισμού σε κείμενο εξουσιοδότησης του εξουσιοδοτούμενου προσώπου καθιστά ελλιπή και κατ’ ουσία χωρίς περιεχόμενο τη δήλωση του εξουσιοδοτούντος, αφού δεν εμπεριέχεται σ’ αυτή ρητά, ούτε κατ’ άλλο τρόπο εξωτερικεύεται, η βούληση του τελευταίου για παροχή εξουσίας αντιπροσώπευσης σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Η ατελής δήλωση δύναται να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντα του εξουσιοδοτούντος, τις αρχές των συναλλαγών και την ασφάλεια δικαίου και ως εκ τούτου δεν είναι νομικά δυνατή η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής σε κείμενο εξουσιοδότησης, στο οποίο δεν έχουν συμπεριληφθεί τα στοιχεία του εξουσιοδοτούμενου προσώπου. Σύμφωνα με τη διάταξη του Αστικού Κώδικα «η δήλωση βούλησης από ανίκανο για δικαιοπραξία είναι άκυρη» (άρθρο 130 Α.Κ.). Επίσης « η δήλωση βουλήσεως είναι άκυρη αν, κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεων του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του» (άρθρο 131 Α.Κ.). Κατά συνέπεια, το αρμόδιο όργανο οφείλει να μη θεωρήσει το γνήσιο της υπογραφής προσώπου που δεν συμπλήρωσε το δέκατο έτος της ηλικίας του ή βρίσκεται σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση (άρθρο 128 Α.Κ.), καθώς και προσώπου που κατά τη στιγμή της βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής δεν έχει συνείδηση της δήλωσης που υπογράφει (μεθυσμένος κ.λ.π.).

Σύμφωνα με τα καταγγελλόμενα ο αστυνομικός έπρεπε να θεωρήσει απλώς το γνήσιο της υπογραφής και να μην ελέγξει το περιεχόμενο και τις λοιπές προϋποθέσεις. Ο αξιωματικός έπρεπε να είχε πάρει το φαράσι και τη σκούπα για να καθαρίσει το Τμήμα, που ήταν βρώμικο. Η Πολιτεία δεν ευθύνεται, που δεν παρέχει τους αναγκαίους πόρους (ούτε χαρτί και μολύβι να γράψουν). Οι αστυνομικοί ευθύνονται γιατί στο παρελθόν στο ίδιο Τμήμα είχε σημειωθεί βιαιοπραγία κατά κρατουμένων. Επίσης ευθύνονται γιατί οι …χωροφύλακες (επί Χούντας) τύλιγαν τον αριστερό σε μια κόλα χαρτί.

Είναι προφανές, ότι οι προκαταλήψεις (μαζί με την άγνοια) κυριάρχησαν και προσπάθησαν να δικαιολογήσουν τη νοοτροπία, ότι εμείς είμαστε η Εξουσία (τέταρτη). Να δικαιολογήσουν τη λογική του «νεοέλληνα», που κατέχει μια θέση εξουσίας ή δημοσιότητας και συνοψίζεται στη φράση: «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε…»! Το είδαμε και στην πρόσφατη περίπτωση του τροχονομικού ελέγχου του οδηγού με την ΠΟΡΣΕ ή της ηθοποιού κ.α.

Από την άλλη μεριά οι ενέργειες της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων φαίνεται να «ξεπέρασαν» τους κανόνες της ηθικής και δικονομικής δεοντολογίας. Και δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται. Υπάρχουν δεκάδες περιπτώσεις αστυνομικών (από το φιάσκο του Α.Τ. Αχαρνών μέχρι και σήμερα) που διώχθηκαν χωρίς επαρκή στοιχεία. Θυμίζουμε, ότι έχει υποχρέωση να εξετάζει όχι μόνο την ενοχή, αλλά και την αθωότητα του κατηγορουμένου (239 Κ.Π.Δ). Σε κάθε περίπτωση πρέπει να ενεργεί αμερόληπτα ως «ανεξάρτητη» αρχή.

Τέλος οι αστυνομικοί θα πρέπει να ενεργούν με αμεροληψία, σύνεση, ψυχραιμία, αποφασιστικότητα και σύμφωνα με το Κώδικα Δεοντολογίας τους και να αποφεύγουν τις αντιδικίες και τις υπερβολές, ώστε να μην δίνουν αφορμές για καταγγελίες ακόμη και των πιο κακόπιστων πολιτών.

Νικόλαος Αθ. Μπλάνης
Αντιστράτηγος Αστυνομίας ε.α.
Επίτιμος Προϊστάμενος Κλάδου Οργάνωσης
και Ανθρώπινου Δυναμικού Α.Ε.Α./Υ.Δ.Τ.
Πτυχιούχος Νομικής Σχολής Αθηνών